- ταμπεραμέντο
- το(λ. γαλλ.), ψυχοσύνθεση, ψυχική ιδιοσυγκρασία: Έχει θερμό ταμπεραμέντο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταμπεραμέντο — και τεμπεραμέντο, το, Ν ιδιοσυγκρασία («έχει μεσογειακό ταμπεραμέντο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. temperamento < λατ. temperamentum «κράση» (< tempero «αναμιγνύω, ρυθμίζω» + mens, mentis «νους ψυχή»)] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
τεμπεραμέντο — το, Ν βλ. ταμπεραμέντο … Dictionary of Greek
Αρετίνο, Πιέτρο — (Pietro Aretinο, Αρέτσο 1492 – Βενετία 1556). Φιλολογικό ψευδώνυμο τουΙταλού συγγραφέα Πιέτρο ντελ Τούρα. Γιος του Λούκα ντελ Τούρα, τσαγκάρη, και της Μαργκερίτα Μπόντσι, από φτωχή αλλά όχι άσημη οικογένεια, άλλαξε το πατρικό του όνομα, όταν o… … Dictionary of Greek
Λόρεν, Σοφία — (Sofia Loren, Ρώμη 1934 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιταλίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Σοφία Βιλάνι Τσικολόνε (Sofia Villani Scicolone). Έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στη Νάπολη, αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα,… … Dictionary of Greek
Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε … Dictionary of Greek
Μυθιστόρημα του Ρόδου — (Roman de la Rose). Αλληγορικό και διδακτικό γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα, έργο δύο στιχουργών: του Γκιγιόμ ντε Λορίς ο οποίος άρχισε να το γράφει περίπου το 1230, αφήνοντας το με τον θάνατό του ημιτελές (4.058 στίχοι) και του Ζαν ντε Μενγκ, ο… … Dictionary of Greek
Ντορβάλ, Μαντάμ — (Madame Dorval, Λοριάν 1798 – Παρίσι 1849). Γαλλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, άρχισε τη σταδιοδρομία της το 1818 αποκαλύπτοντας μια σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία και ένα ασύνηθες ταμπεραμέντο. Η φήμη της εδραιώθηκε το 1834 με τη… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ρισιέ, Λιζί — (Richier, Σεν Μισέλ 1500 π. – Γενεύη 1567). Γάλλος γλύπτης. Θεωρείται ο γνωστότερος μιας δυναστείας γλυπτών της Λορένης, με έντονα δραματικό ταμπεραμέντο. Ένα από τα πρώτα του έργα ήταν η μαρμάρινη πλάτη ενός επίπλου της εκκλησίας του Χατον σατέλ … Dictionary of Greek